πρόκλητος

πρόκλητος
-ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) «πρόθυμος πρὸ τοῡ κληθῆναι» — αυτός που δεν περιμένει να τόν προκαλέσουν για να πράξει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + κλητός (< καλῶ), πρβλ. α-μετά-κλητος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρόκλητος — called forth masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νευραλγία — Έντονος πόνος, συνήθως παροξυστικός, που εντοπίζεται στο πεδίο διανομής αισθητικών ή μεικτών νεύρων. Ανάλογα με το νεύρο που προσβάλλεται, η ν. καλείται μεσοπλεύρια, ισχιαλγία, ν. τριδύμου κλπ. Είναι σύνδρομο που προκαλείται από διάφορα αίτια,… …   Dictionary of Greek

  • οστεομαλακία — (Ιατρ.). Πλημμελής ασβεστοποίηση των οστών, εξαιτίας ελαττωματικής εναπόθεσης αλάτων ασβέστιου στην οστεοειδή ουσία, που οφείλεται σε ανεπαρκή περιεκτικότητα των οργανικών υγρών σε φωσφόρο και ασβέστιο. Η ο. μπορεί να είναι δευτεροπαθής από… …   Dictionary of Greek

  • προκλησία — ἡ, Α [πρόκλητος] πιθ. προθεσμία …   Dictionary of Greek

  • τοκετός — Εξώθηση ή εξαγωγή του εμβρύου από τον μητρικό οργανισμό· ακριβέστερα ο όρος τ. σημαίνει την εξώθηση ή την εξαγωγή του εμβρύου μόνο, ενώ η έξοδος του πλακούντα και των μεμβρανών του εμβρύου ονομάζεται υστεροτοκία. Ο τ. ονομάζεται απλός όταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”